τρακαρίζομαι

τρακαρίζομαι
Ν
παθαίνω τρακ, τά χάνω («τρακαρίστηκε όταν τήν κάλεσαν μπροστά στην εξεταστική επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρακ, κατά τα ρ. σε -αρίζω (πρβλ. λαχταρίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρακάρω — και τρακέρνω και μέσ. τρακαρίζομαι Ν 1. προκαλώ τη σύγκρουση δύο ή περισσότερων αντικειμένων 2. (για οχήματα) συγκρούομαι 3. μτφ. (για πρόσ.) συναντώ ξαφνικά και αναπάντεχα 4. μέσ. τρακαρίζομαι τσακώνομαι καβγαδίζω, μαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”